Ο Κρίστιαν Φρίντριχ Σάμουελ Χάνεμαν (1755-1843) είναι ουσιαστικά ο ιδρυτής και θεμελιώτης της Ομοιοπαθητικής. Γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1755 στην πόλη Μάϊσσεν (Meissen) της Γερμανίας. Είχε μεγάλο ταλέντο στις γλώσσες και σε ηλικία 12 ετών δίδασκε σε άλλους μαθητές την ελληνική γλώσσα. Σπούδασε ιατρική στην Λειψία και στην Βιέννη. και ξεκίνησε να ασκεί το επάγγελμα του γιατρού το 1781, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. και γρήγορα καθιερώθηκε στους επιστημονικούς κύκλους. Τρία χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη και το 1789 στη Λειψία. Έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, διαπίστωσε πως συχνά οι πρακτικές της καθιερωμένης ιατρικής της εποχής του με τα λάθη, τις αβεβαιότητές της και με την αυθαίρετη χορήγηση φαρμάκων που περισσότερο βλάπτουν παρά ωφελούν δεν είχαν αποτελέσματα ή ακόμα οδηγούσαν σε επιδείνωση της υγείας των ασθενών. Έτσι έπαψε να την ασκεί για να μη βλάψει κανέναν, όπως έλεγε ο ίδιος, και δήλωνε δημοσίως: «Η ιατρική σαν τέχνη να σώζει την ζωή και να αποκαθιστά την υγεία είναι πλήρως ανεπαρκής. Ακόμα και στα πιο ικανά χέρια είναι στείρα και ανίκανη να κρατήσει τις υποσχέσεις των θεωριών της. Δεν μπορώ παρά να δω μόνο τις ανάγκες της σαν σταθερές αρχές της. Φαντάζομαι ότι η ιατρική, αν και είναι προφανώς  εξαιρετικά επιστημονική στις θεωρίες της, στην πράξη είναι μόνο λίγο πάρα πάνω από εμπειρική και στερεότυπη εφαρμογή θεραπευτικών μετρήσεων, από τις οποίες δεν γνωρίζουμε ούτε την βέβαιη επίδρασή τους ούτε τους νόμους που θα έπρεπε να καθορίζουν της επιλογή τους. Δεν μπορώ, λοιπόν, να παραμείνω κι άλλο συνδεδεμένος με μια τέχνη, την οποία καταδικάζουν η λογική μου και η συνείδησή μου σαν ανεπαρκή και επιζήμια».
Για να κερδίσει τα προς το ζην μετέφραζε ιατρικά συγγράμματα ενώ ασχολήθηκε με τη Χημεία. Το 1790 ανέλαβε τη μετάφραση της πραγματείας του William Cullen για τη φαρμακολογία (Materia Medica). Διάβασε για τον φλοιό ενός είδους Περουβιανού ευκαλύπτου (cortex peruvianis) και βρήκε εκεί την πληροφορία ότι ο «περουβιανός φλοιός» (Cinchona officinalis), από τον οποίο παράγεται η κινίνη, θεράπευε τους διαλείποντες πυρετούς από ελονοσία την. Κατά τον Cullen, αυτό συνέβαινε γιατί η κινίνη ήταν πικρή. Ο Χάνεμαν δεν έμεινε ικανοποιημένος με αυτήν την εξήγηση και άρχισε, αν και υγιής, να πειραματίζεται με το φάρμακο πάνω στον εαυτό του παίρνοντας καθημερινά. Πήρε λοιπόν σκόνη από τον φλοιό του δένδρου και μετά από λίγο εμφανίστηκαν όλα δηλαδή τα συμπτώματα που συνοδεύουν τον διαλείποντα πυρετό (πάγωμα ποδιών, υπνηλία, αποχαύνωση, ταχυπαλμίες, τρεμούλα, κεφαλαλγία και κόπωση). Κατάλαβε ότι το cortex Peruvians θεράπευε τον διαλείποντα πυρετό σε ένα ασθενή γιατί μπορούσε να προκαλεί τα ίδια συμπτώματα σε έναν υγιή. Με βάση αυτήν την ανακάλυψής, πειραματίστηκε χορηγώντας φαρμακευτικές ουσίες στον εαυτό του και καταγράφοντας τα αποτελέσματα. Οι έρευνές του οδήγησαν τελικά στη θεμελιώδη αρχή της Ομοιοπαθητικής, σύμφωνα με την οποία «τα όμοια θεραπεύουν τα όμοια» (1ος θεμελιώδης νόμος της ομοιοπαθητικής) (λατ. similia similibus curantur), προτείνοντας πως οι ασθένειες θεραπεύονται με τη χορήγηση φαρμάκων που όταν χορηγούνται σε υγιείς οργανισμούς προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με αυτά των ασθενειών.
Μαζί με άλλους γιατρούς που ασπάζονταν τις απόψεις του, ο Χάνεμαν προχώρησε σε μία συστηματική καταγραφή των επιδράσεων διαφορετικών ουσιών σε υγιείς οργανισμούς, προκειμένου να είναι σε θέση να καθορίσει το φάρμακο που χρειαζόταν να χορηγηθεί ανά περίπτωση.
Η πρώτη ολοκληρωμένη δημοσίευση των θεωριών του, υπήρξε το σύγγραμμα με τίτλο Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης (Organon der rationellen Heikunst, 1810), στο οποίο περιέχονται 294 αφορισμοί μέσα από τους οποίους ανέπτυξε βασικές αρχές του συστήματος της ομοιοπαθητικής. Τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το οκτάτομο σύγγραμμα ομοιοπαθητικής φαρμακολογίας Καθαρή ιατρική ύλη (Materia Medica Pura), στο οποίο περιέλαβε όλες τις ουσίες που ο ίδιος και οι οπαδοί του είχαν επαληθεύσει στον εαυτό τους ή σε άλλους.
Η δημοσίευση του Οργάνου Θεραπευτικής είχε σαν αποτέλεσμα την έναρξη ενός βίαιου πολέμου εναντίον του Χάνεμαν. Πολλοί καταφέρονταν εναντίον του αποκαλώντας τον τσαρλατάνο, αγύρτη, κομπογιαννίτη.
Παρά τις αντιδράσεις ο Χάνεμαν συνέχιζε να ερευνά και να εφαρμόζει τη νέα θεραπευτική. Το έργο του άρχισε να γίνεται γνωστό και διάφοροι γιατροί τον προσέγγισαν και άρχισαν να μαθητεύουν δίπλα του. Έτσι η μέθοδος της ομοιοπαθητικής άρχισε να διαδίδεται και να κερδίζει έδαφος.
Άρχισε να δίνει σε ασθενείς φάρμακα που είχαν την μεγαλύτερη ομοιότητα προς τα συμπτώματα τους και έβλεπε τους ασθενείς να θεραπεύονται παρουσιάζοντας μία προσωρινή επιδείνωση. Άρχισε τότε να αραιώνει τα φάρμακα και μειώθηκαν σε διάρκεια και ένταση οι αρχικές επιδεινώσεις. Εξελίσσοντας τη θεωρία του εισήγαγε την ιδέα πως χρησιμοποιώντας τις φαρμακευτικές ουσίες σε πολύ μικρές έως απειροελάχιστες δόσεις, ήταν δυνατό να ενισχυθεί η δραστικότητά τους μέσα από μια διαδικασία «δυναμοποίησής» τους, κατά την οποία οι ουσίες σταδιακά αραιώνονταν, ενώ το διάλυμα αναταρασσόταν μετά από κάθε αραίωση. Ο Χάνεμαν στράφηκε στη μείωση των δόσεων προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες επενέργειές τους μέσω της μείωσης της τοξικότητάς τους (2ος θεμελιώδης νόμος της ελάχιστης δόσης)
Ισχυρίστηκε πως οι ασθενείς οργανισμοί χαρακτηρίζονταν από μία ανώμαλη ευαισθησία στα φάρμακα, ώστε να χρειάζονται μικρότερες δόσεις. H ιδέα της δυναμοποίησης προτάθηκε περίπου το 1825. Ασπαζόταν την πεποίθηση πως οι ασθένειες οφείλονταν σε «διαταραχές της άυλης δύναμης (η ζωτική αρχή) που προσδίδει ζωή στο ανθρώπινο σώμα» και πως για την ομοιοπαθητική, η θεραπεία είναι αποτέλεσμα της αντίδρασης της ζωτικής δύναμης στο κατάλληλα επιλεγμένο φάρμακο. Ισχυρίστηκε πως η «δυναμοποίηση» μπορούσε να απελευθερώσει ένας είδος ενέργειας που διαχωρίζει τα ομοιοπαθητικά φάρμακα από συνήθη διαλύματα.
Μετά την ανακάλυψη και την εφαρμογή της ομοιοπαθητικής επί 30 χρόνια (1790-1820), ο Χάνεμαν διαπίστωσε επανειλημμένα ότι, αν και είχε πολύ καλά αποτελέσματα με τις οξείες νόσους, δεν είχε ριζικά αποτελέσματα στη θεραπεία των χρόνιων νόσων. Παρατήρησε ότι αυτές, μετά την απομάκρυνσή τους με ομοιοπαθητικά φάρμακα, πάντα υποτροπίαζαν σε μια λίγο πολύ ποικίλη μορφή και με νέα συμπτώματα ή επανεμφανίζονταν ετησίως με μια αύξηση των ενοχλημάτων.
Μετά από προσεκτική παρατήρηση και μελέτη, ο Χάνεμαν έφθασε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κάποιο εμπόδιο στον οργανισμό, που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με τα φάρμακα ή με την πιο υγιεινή δίαιτα ή να εξαλειφθεί από μόνο του. Αυτό το εμπόδιο το ονόμασε μίασμα. Η λέξη “μίασμα” σημαίνει μόλυσμα, κηλίδωμα, βρώμισμα, μουτζούρωμα. Θεώρησε ο Χάνεμαν, λοιπόν, ότι η ζωτική δύναμη “μολύνεται” από κάποιους παράγοντες και αυτή η “μόλυνση” δημιουργεί τη νόσο. Διέκρινε τρία μιάσματα: Το ψωρικό, το συκωτικό και το συφιλιδικό. Έτσι το 1828 εκδόθηκε η εργασία του «Χρόνιες νόσοι: η φύση τους και η ομοιοπαθητική τους αντιμετώπιση».
Ο Χάνεμαν πέθανε το 1843. Πέθανε στον κολοφώνα της δόξας και του θριάμβου με όνομα και φήμη, επιτυχία και ευημερία. Είχε την ευτυχία να δει το θεραπευτικό του σύστημα να υψώνεται από την περιφρόνηση στην εκτίμηση.